-
1 занять
I занять II (деньги) δανείζομαι II занять Ι πιάνω, κρατώ καταλαμβάνω, κυριεύω (завоевать ) παίρνω (на соревнованиях и т. п.) \занять первое место παίρνω τα πρωτεία займите места! καταλάβετε τις θέσεις!* * *Iπιάνω, κρατώ; καταλαμβάνω, κυριεύω ( завоевать); παίρνω (на соревнованиях и т. п.)заня́ть пе́рвое ме́сто — παίρνω τα πρωτεία
IIзайми́те места́! — καταλάβετε τις θέσεις!
( деньги) δανείζομαι -
2 пальма
пальм||аж τό φοινικόδεντρο, ὁ φοίνικας, ὁ φοίνιξ:кокосовая \пальма ὁ κοκκοφοίνικας· финиковая \пальма ἡ χουρμαδιά· ◊ получить \пальмау первенства νικώ, παίρνω τά πρωτεία.
См. также в других словарях:
πρωτεύω — ΝΜΑ [πρῶτος] 1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.) 2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω … Dictionary of Greek
πρωτεύω — πρώτευσα 1. είμαι ή κατατάσσομαι πρώτος, υπερέχω, διακρίνομαι από τους άλλους, έχω ή παίρνω τα πρωτεία: Πρώτευσε στις εξετάσεις. – Πρώτευσε στα καλλιστεία. 2. η μτχ., πρωτεύων, ουσα, εύον ο σπουδαίας σημασίας, ο βασικός, ο κύριος: Πρωτεύοντα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτερώ — έω, Α [πρότερος] 1. προηγούμαι ως προς τον χρόνο ή τον τόπο (α. «προτερεῑ ἀστραπὴ βροντῆς», Επίκ. β. «προτερεόντων δὲ τῶν σὺν Παυσανίῃ», Ηρόδ.) 2. (για τοκετό) γίνομαι πριν από την ώρα μου 3. (για φυτά) είμαι πρώιμος 4. (για πρόσ.) παίρνω την… … Dictionary of Greek