Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παίρνω τα πρωτεία

См. также в других словарях:

  • πρωτεύω — ΝΜΑ [πρῶτος] 1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.) 2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω …   Dictionary of Greek

  • πρωτεύω — πρώτευσα 1. είμαι ή κατατάσσομαι πρώτος, υπερέχω, διακρίνομαι από τους άλλους, έχω ή παίρνω τα πρωτεία: Πρώτευσε στις εξετάσεις. –  Πρώτευσε στα καλλιστεία. 2. η μτχ., πρωτεύων, ουσα, εύον ο σπουδαίας σημασίας, ο βασικός, ο κύριος: Πρωτεύοντα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτερώ — έω, Α [πρότερος] 1. προηγούμαι ως προς τον χρόνο ή τον τόπο (α. «προτερεῑ ἀστραπὴ βροντῆς», Επίκ. β. «προτερεόντων δὲ τῶν σὺν Παυσανίῃ», Ηρόδ.) 2. (για τοκετό) γίνομαι πριν από την ώρα μου 3. (για φυτά) είμαι πρώιμος 4. (για πρόσ.) παίρνω την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»